- pneumonosis
- мед.сущ. пневмоноз
Англо-русский медицинский словарь. 2012.
Англо-русский медицинский словарь. 2012.
pneumonosis — pneu·mo·no·sis (noo″mo noґsis) pneumopathy … Medical dictionary
πνευμόνωση — η, Ν ιατρ. κάθε διαταραχή τής ανταλλαγής τών αερίων στις πνευμονικές κυψελίδες λόγω αλλοιώσεως τών τοιχωμάτων τους από διάφορες αιτίες, ὁπως είναι λ.χ. οι φλεγμονές, οι πνευμονοκονιάσεις, τα ασφυξιογόνα αέρια κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek